- Ἑρμίππου
- Ἕρμιπποςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορμοφόρος — ὁ, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων 2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι τίτλος κωμωδίας τού Ερμίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + φόρος*] … Dictionary of Greek